- προγενέστερος
- -η, -ο / προγενέστερος, -τέρα, -ον, ΝΑ [προγενής](το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροιοι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοινεοελλ.1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και σύγχρονος) αυτός που υπήρξε ή συνέβη πριν από κάποιον («όλα αυτά ίσχυαν σε προγενέστερες εποχές»)2. αυτός που προηγήθηκε, ο προηγούμενος («τό ανέφερα σε προγενέστερη επιστολή»)αρχ.1. αυτός που γεννήθηκε πρωτύτερα, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, πρεσβύτερος («τίνα χρειὼ τόσον ἵκει ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;», Ομ. Οδ.)2. (το υπερθ.) προγενέστατος, -άτη, -οναυτός που γεννήθηκε πρώτος από όλους, πρεσβύτατος.επίρρ...προγενεστέρως ΝΑ και προγενέστερα Νπριν από κάποιον άλλο, προηγούμένως, πρωτύτερα.
Dictionary of Greek. 2013.